ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΧΟΙΑ - ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Οι χρυσοχόοι δημιούργησαν ανά τους αιώνες κοσμήματα χρησιμοποιώντας τις καταλληλότερες την κάθε εποχή τεχνικές, και με απόλυτη γνώση του γεγονότος ότι η σύσταση και οι ιδιότητες του κάθε μετάλλου καθορίζουν απολύτως τη χρήση του. Τη νεοελληνική αργυροχοΐα στο σύνολό της, παρ' όλες τις ιδιαιτερότητές της, διαπερνά µια ενότητα ύφους: κοινές ρίζες απλώνονται όχι µόνο σε όλες τις περιοχές του ελλαδικού κορµού, αλλά και στον ευρύτερο χώρο που έδρασε ο ελληνισµός από την Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη, µέχρι τα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας, και τη Σαφράµπολη του Πόντου. Η ενότητα αυτή είναι φανερή κυρίως στη µορφή, τα θέµατα, τα σχήµατα, τα υλικά και τις τεχνικές των αργυροχρυσοχοικών έργων. Ακόµη το σύστηµα του νεοελληνικού γυναικείου στολισµού διαπιστώνεται πως αρχικά πρέπει να ήταν κοινό σε όλες τις περιοχές και µε τις ίδιες γενικές καταβολές. Έτσι υπάρχουν κοσµήµατα για το κεφάλι, το στήθος, τη ράχη, τα χέρια, τη µέση και την ποδιά.
Τα νεοελληνικά κοσμήματα, ανάλογα με τον τρόπο της κατεργασίας τους, διακρίνονται σε σφυρήλατα, διάτρητα, χυτά και συρματερά. Στα σφυρήλατα κοσμήματα οι τεχνίτες σχεδίαζαν πρώτα τα θέματα του διάκοσμου στην εσωτερική πλευρά και τα χτυπούσαν έπειτα με το καλέμι, πάνω μια μάζα από ανάγλυφα, "φουσκωτά". Έτσι είναι δουλεμένες μερικές από τις καλύτερες πόρπες, με τις μεγάλες διακοσμητικές επιφάνειες γεμάτες φυτικά στοιχεία σε μια ευφορία ανεξάντλητων παραλλαγών, καθώς και τα "χαϊμαλιά", τα φυλακτά που κρεμούσαν στο στήθος, με τις πιο σύνθετες απεικονίσεις θρησκευτικών παραστάσεων.
Η σφυρήλατη τεχνική συνδυάζεται συχνά με τη διάτρητη, που τη χαρακτηρίζει η αφαίρεση της ακόσμητης επιφάνειας γύρω από τα διακοσμητικά θέματα. Με τον τρόπο αυτό το κόσμημα ελαφραίνει και ισορροπεί η βαριά και επίσημη διάθεση που προκαλεί το σφυρηλατημένο θέμα. Τα διάτρητα στοιχεία, επιχρυσωμένα, στερεώνονται συχνά πάνω σε ασημένιες πλάκες. με στόχο το χρωματικό παιχνίδι. Άλλες φορές πάλι στερεώνονται σε βάσεις ντυμένες με βαθύ κόκκινο ύφασμα, έτσι που να προβάλουν τα θέματα με τονισμένα περιγράμματα. Τα επαναλαμβανόμενα στοιχεία που αρθρώνουν τα κοσμήματα, λίγο - πολύ, όλων των κατηγοριών είναι χυτά. Για τις θεαματικές όμως συνθέσεις απαιτείται μια πρόσθετη επεξεργασία. Το ίδιο ισχύει για τα τετράγωνα πλακίδια με τα πουλιά, καθώς και τα κρεμαστά μπαροκικά εμβλήματα στα περιδέραια μιας άλλης ομάδας. Χυτά είναι και τα διακοσμητικά στοιχεία με τα περίκλειστα άνθη σε μια ακόμα ενότητα από επιμετώπια και σκουλαρίκια. Η τεχνική αυτή διευκόλυνε και επιτάχυνε την παραγωγή. Τις περισσότερες όμως φορές οι τεχνίτες ξαναδούλευαν τις λεπτομέρειες με το καλέμι ή ποίκιλαν το διάκοσμο με εγχάρακτα σχέδια.
Στην νεοελληνική χρυσοχοΐα απουσιάζουν οι θαμπωτικές λάμψεις της πολυτέλειας και της τρυφής που αναδίδουν οι πολύτιμες πέτρες στα κοσμήματα άλλων πολιτισμών. Με εξαίρεση τις ρίζες από ρουμπίνια, σμαράγδια και ζαφείρια, που στολίζουν τα κωνσταντινοπολίτικα ή μαργαριτάρια και αυτά ταπεινά σε μέγεθος, η αναζήτηση της πολυχρωμίας οδηγεί στη χρήση από ποικιλόχρωμες πέτρες, όπως σκληρές κορναλίνες, αχάτες, τυρκουάζ και πέτρες από ορεία κρύσταλλο. Στο δέσιμο των κινητών στοιχείων έχουμε συχνά χάντρες από κοράλλι, που, σαν κύριο διακοσμητικό υλικό, χαρακτηρίζει τα κοσμήματα της Σαφράμπολης. Κοραλλένιες χάντρες στολίζουν τα κρεμασίδια στα τελειώματα πολλών κοσμημάτων και μαζί με χάντρες από επίχρυσο ασήμι, σιντέφι ή γυαλί, συνθέτουν τα "δίχτυα" και τα βαρύτιμα επιστήθια πλέγματα.
Σε παλιότερες εποχές απαντούν συχνά δείγματα χρυσοχοΐας με κοκκιδωτή διακόσμηση, που την τεχνική της θυμίζουν οι χυτές, μεγάλες ροζέτες μιας ομάδας προβληματικών κοσμημάτων με βαριές και αυστηρές φόρμες. Η δομή του κοσμήματος χαρακτηρίζεται από τα πολλά ανεξάρτητα στοιχεία που επαναλαμβάνονται, προετοιμασμένα ειδικά για να χρησιμοποιηθούν ανάλογα σε κάθε είδος και σε κάθε ενότητα. Με τον τρόπο αυτό αρθρώνεται τόσο το κύριο σώμα, όσο και τα πρόσθετα, κινητά εξαρτήματα, που κρέμονται από απλά ή περίπλοκα συστήματα κρίκων, αλυσίδες και συρμάτινα πλέγματα, τετραμίδια, μικρά ελάσματα σαν λεπτές σταγόνες βροχής, στρογγυλοί ή ανθόσχημοι ρόδακες, μακρόστενα φυλλόσχημα ελάσματα ή λεπτά κωνικά στοιχεία σαν βαρίδι
Μια από τις πιο δύσκολες και πολύπλοκες τεχνικές που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες τεχνίτες είναι η συρματερή τεχνική. Στην επεξεργασία της τεχνικής αυτής οι τεχνίτες έφτιαχναν πολύ λεπτά σύρματα, αφού περνούσαν το ασήμι από ειδική ατσάλινη πλάκα με τρύπες, το σύρτη. Με τα σύρματα αυτά και με κατάλληλες συγκολλήσεις, ο τεχνίτης σχημάτιζε τα διακοσμητικά θέματα, δίνοντας έτσι στο αντικείμενο μια διάτρητη δαντελένια όψη. Η τεχνική αυτή, που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κυρίως στη βυζαντινή περίοδο, χαρακτηρίζει τα παλαιότερα κοσμήματα που φορέθηκαν στα Δωδεκάνησα, στις Κυκλάδες, στα Επτάνησα, στην Κρήτη και στην Κύπρο, και τη συναντούμε κυρίως σε σταυρούς, τεπελίκια, γιορντάνια, πόρπες κ.ά.
Μια άλλη τεχνική που χρησιμοποιήθηκε στη νεοελληνική αργυροχοΐα είναι η διάτρητη τεχνική. Στη διάτρητη τεχνική, το διακοσμητικό θέμα παρουσιάζεται μα την αφαίρεση της ακόσμητης επιφάνειας. Πολλές φορές, τα διακοσμητικά θέματα προβάλλουν τονισμένα με τη χρήση υφασμάτινου φόντου, κόκκινου ή άλλου, όπως το βλέπουμε να παρουσιάζεται σε διάφορες πόρπες, περιδέραια και επιστήθια κοσμήματα της Εύβοιας ή σε κοσμήματα πλάτης από την Αστυπάλαια, σε σταχώσεις ευαγγελίων κ.ά Η τεχνική που μας κληροδότησε τα πιο ωραία έργα της νεοελληνικής αργυροχοΐας είναι η φουσκωτή ή χτυπητή τεχνική. Σε αυτή οι τεχνίτες σχεδίαζαν πρώτα τα διακοσμητικά θέματα στην εσωτερική πλευρά της ασημένιας επιφάνειας. Στη συνέχεια χτυπούσαν το διακοσμητικό θέμα με καλέμι πάνω σε μια μάζα από πίσσα. Το θέμα πρόβαλλε έτσι στην κύρια όψη ανάγλυφο φουσκωτό ή σηκωτό. Με την τεχνική αυτή, είναι δουλεμένα μερικά από τα καλύτερα δείγματα της ελληνικής αργυροχοΐας (πόρπες, χαϊμαλιά, φυλαχτά με απεικονίσεις θρησκευτικών παραστάσεων, τάματα, διαδήματα), καθώς και τα λαμπρότερα έργα της εκκλησιαστικής μας τέχνης.
Στα κοινά στοιχεία των κοσμημάτων πρέπει να προστεθούν και τα νομίσματα, που κρέμονται στα επιμετώπια, τα σκουλαρίκια και τα περιδέραια ή δένονται με τρόπο περίπλοκο για να σκεπάζουν το στήθος και τα πόδια. Τα βλέπουμε ακόμα στις ταινίες με τις φούντες που στολίζουν τις πλεξούδες των μαλλιών ή ραμμένα πλάϊ πλάι στα μικρά φεσάκια, τα "καλπάκια". Συχνότερα απαντούν οι ασημένιοι τούρκικοι παράδες, τα "άσπρα", σε παλιότερα όμως παραδείγματα βρίσκουμε αυστριακά νομίσματα της Μαρίας Θηρεσίας καθώς και άλλα ευρωπαϊκά, με ανάλογη αξία. Στα νεότερα έχουμε χυτές, χρυσωμένες απομιμήσεις τούρκικων φλουριών και χρυσωμένα νομίσματα του Όθωνα.
Στα βυζαντινά χρόνια η συνήθεια να φορούν "κωσταντινάτα" φαίνεται πως είχε φυλακτική σημασία και η ανάμνησή της επιβιώνει στις απομιμήσεις βυζαντινών φλουριών που κρέμονται στα διάφορα κοσμήματα. Η αναγνώριση της προέλευσης των μεταβυζαντινών κοσμημάτων είναι δύσκολη εξαιτίας της μεγάλης κυκλοφορίας του κοσμήματος. Αυτό ταξιδεύει από περιοχή σε περιοχή, προσφέρεται και μεταφέρεται σαν προίκα, αγοράζεται από τους ξενιτεμένους, πουλιέται από τους φτωχούς και το μέταλλο του λιώνει, για να ξαναδουλευτεί αργότερα σύμφωνα με τις νέες επιταγές της μόδας.
Γι' αυτό και οι διάφορες ενότητες των κοσμημάτων, ενώ συγκροτούσαν αρχικά ολοκληρωμένα συστήματα με πλήρη τα επιμέρους στοιχεία του στολισμού, βρίσκονται σήμερα κατακερματισμένες, διασκορπισμένες σε όλα τα σημεία του ελλαδικού χώρου, αλλά και έξω απ'αυτόν. Τα κοσµήµατα των ελληνικών νησιών, τόσο του Ιονίου όσο και του Αιγαίου Πελάγους είτε επαναλαµβάνουν δυτικά πρότυπα, είτε µεταφέρθηκαν από το εξωτερικό και ενσωµατώθηκαν στα ελληνικά στολίδια. Χαρακτηρίζονται από τη χρήση του ανάλαφρου λεπτοδουλεμένου συρµατερού χρυσού σε συνδυασµό µε πολύτιµες πέτρες, µαργαριτάρια και σµαλτωµένα διακοσµητικά στοιχεία. Ευδιάκριτες είναι οι µετααναγεννησιακές επιρροές στις σµαλτωµένες καραβέλες του 17ου-180ου αώνα. αλλά και η βυζαντινή αυτοκρατορική αίγλη στις χρυσές «καµπάνες», τα µακριά σκουλαρίκια που πλαισίωναν το πρόσωπο. Χρυσικοί ή κουγιουμτζήδες ή τζοβαερητζήδες ή τζογιελιέρηδες ονομάζονταν γενικά οι τεχνίτες του ασημιού στην Ελλάδα, ανεξάρτητα αν πολλοί από αυτούς δεν είχαν δουλέψει σχεδόν ποτέ το χρυσάφι. Οι Έλληνες χρυσικοί δούλευαν κυρίως το καθαρό ασήμι για τα καλά έργα τους (εκκλησιαστικά, οικιακής χρήσης κ.α.). Για έργα δεύτερης ποιότητας οι Έλληνες χρυσικοί χρησιμοποιούσαν το αγιάρι, ασήμι νοθευμένο με διάφορες προσμείξεις - με χαλκό ή ορείχαλκο- για να φτιάξουν τα λεγόμενα "φαρμακερά ασημικά".Ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του πελάτη, δούλευαν ακόμη το σκέτο χαλκό ή τον επίχρυσο μπρούντζο. Οι χρυσικοί είχαν μόνιμα εργαστήρια ή ήταν πλανόδιοι τεχνίτες και δούλευαν τα κοσμήματά τους ταξιδεύοντας. Ορισμένοι τύποι κοσμημάτων ή αντικειμένων αποτελούσαν χαρακτηριστική παραγωγή συγκεκριμένων εργαστηρίων ή μαστόρων.
Η φήμη των Ελλήνων χρυσικών συνετέλεσε ώστε να γίνουν περιζήτητα τα έργα της ελληνικής αργυροχοΐας σε όλη τη Βαλκανική αλλά και στη Μικρά Ασία. Τα "εσνάφια" ("ισνάφια, συνάφια"), αποτελούσαν τη συντεχνιακή οργάνωση των χρυσικών. Μια άλλη τεχνική που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες τεχνίτες είναι η χυτή τεχνική. Στην τεχνική αυτή το μέταλλο χυνόταν σε ειδικά πήλινα καλούπια που είχαν το σχήμα και το διάκοσμο του αντικειμένου. Στη συνέχεια ο τεχνίτης επεξεργαζόταν τις λεπτομέρειες του σχεδίου με το καλέμι. Με την τεχνική αυτή είναι δουλεμένα τα επαναλαμβανόμενα διακοσμητικά στοιχεία ενός κοσμήματος σε πόρπες, σταχώσεις ευαγγελίων, παλάσκες, κ.ά. η χυτή τεχνική συνδυάζεται συχνά με την προσθήκη πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων (αχάτες, κοράλλια, καμέο με μινιατούρες, πέτρες από γυαλί), όπως βλέπουμε στα κοσμήματα της Αττικής, της Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς και σε κοσμήματα από την Κύπρο και τη Σαφράμπολη της Μικράς Ασίας.
Τα μέταλλα που κυρίως χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των μεταβυζαντινών- νεοελληνικών αργυρών (και των λιγοστών χρυσών) είναι το ασήμι (και σπανιότερα ο χρυσός) προερχόμενα πρωτίστως από ανακύκλωση "λαγάρισμα". Δηλαδή τολιώσιμο παλαιότερων σκευών, χρυσών, ασημένιων, επίχρυσων, χρυσοκέντητων αμφίων, "υπολειμμάτων" των πρώτων υλών με τη μορφή ρινισμάτων από τους πάγκους και τα δάπεδα των εργαστηρίων, αλλά και ευρωπαικών νομισμάτων, π.χ. ισπανικών ταλήρων, βενετσιάνικων νομισμάτων κ.ο.κ.). Το λαγάρισμα που απαιτούσε ειδικές γνώσεις γινόταν από τους λαγαριστές που τουλάχιστον στην Κωνσταντινούπολη του 17ου αι., ήσαν οργανωμένοι σε συντεχνία.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και της ενετοκρατίας κέντρα αργυροχρυσοχοϊας φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν στην Κρήτη, στην Κύπρο και σε νησιά του Αιγαίου. Φηµισµένα κέντρα ήταν η Κωνσταντινούπολη και η Σαφράµπολη στον Πόντο που προµήθευαν όχι µόνο την εγχώρια αγορά, αλλά και εκείνη της Ευρώπης και της Ανατολής. Διάσπαρτα εργαστήρια απαντούν στον ελλαδικό χώρο (Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα), ιδιαίτερη όµως ακτινοβολία είχαν εκείνα της Ηπείρου: Καλαρρύτες, Συρράκο, Ιωάννινα, Μέτσοβο και άλλες περιοχές της Πίνδου. Η γνωστή οικογένεια των κοσµηµατοπωλών Βούλγαρη µε τη διεθνή πελατεία κατάγεται από τους Καλαρρύτες, ενώ στο Ελβασάν της Βορείου Ηπείρου ένας από τους µεγαλύτερους δρόµους ονοµαζόταν «Λεωφόρος των Ελλήνων χρυσοχόων». Από τα Επτάνησα ξεχωρίζουν η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος, όπου κατέφυγαν πολλοί Καλαρρυτινοί χρυσικοί κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.
ΠΗΓΗ:
Κάτε Συνοδινού, Η διαδροµή του νεοελληνικού κοσµήµατος από τα µέσα του 15ου έως και το τέλος του 19ου αιώνα, ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Α. Δεληβορριάς, «Ελληνικά παραδοσιακά κοσµήµατα», Αθήνα 1980
Συλλογή κοσμημάτων του Λυκείου Ελληνίδων