ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΧΟΙΑ - ΜΙΝΩΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Οι μινωίτες, δεινοί θαλασσοπόροι και έμποροι είχαν επαφές με όλους τους πολιτισμένους λαούς της εποχής, Αιγύπτιους Σουμέριους, Χετταίους, Κυκλαδίτες, Μυκηναίους. Ο χρυσός που χρησιμοποιούσαν για τα κοσμήματά τους όπως και τα υπόλοιπα υλικά,ελεφαντόδοντο, πολύτιμες πέτρες κ.λ.π. εισάγονταν στην Κρήτη από άλλες περιοχές.Ο χρυσός και το ασήμι χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη ήδη από την Προανακτορική εποχή (3500-1900 π.Χ.) κυρίως για την κατασκευή κοσμημάτων, αλλά και άλλων αντικειμένων όπως τα όπλα και τα τελετουργικά σκεύη.

Σ' αυτό το πρώιμο στάδιο της μινωικής χρυσοχοΐας ανήκει ένα σύνολο χρυσών κοσμημάτων από τα πρωτομινωικά νεκροταφεία του Μόχλου, της Κουμάσας, των Αρχανών, του Πλάτανου και της Λεβήνας. Στα είδη πρωτομινωικών κοσμημάτων ανήκουν περιδέραια, βραχιόλια, διαδήματα, επίρραπτα στολίδια και κοσμήματα μαλλιών.

Τα πρωτομινωικά χρυσά κοσμήματα φτιάχνονταν από σύρμα ή επίπεδα φύλλα καθαρού χρυσού με τις πρώιμες τεχνικές της σφυρηλάτησης, της συρματοτεχνικής και του περίτμητου. Η πιο συνηθισμένη τεχνική διακόσμησης των πρωτομινωικών κοσμημάτων ήταν η έκκρουστη διακόσμηση, δηλαδή η επανάληψη ανάγλυφων στιγμών που δημιουργείται στην επιφάνεια των κοσμημάτων με τη βοήθεια ενός αιχμηρού εργαλείου. Κατά τη διάρκεια της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (3600-2000 π.Χ.) εμφανίστηκαν και οι πιο προηγμένες τεχνικές της χύτευσης, της κοκκίδωσης και της συρματοκολλητικής, ενώ μερικές από τις λιγότερο συνηθισμένες τεχνικές ήταν η επικάλυψη με ελάσματα, η συγκολλητική και η συρματοτεχνική. Παρόμοιες τεχνικές χρυσοχοΐας συναντώνται και σε άλλες αιγαιακές περιοχές απ' όπου υπάρχουν πρώιμα δείγματα χρυσοχοΐας, όπως οι Κυκλάδες, η περιοχή του βορειοανατολικού Αιγαίου, η οποία ανήκει στη σφαίρα του τρωικού πολιτισμού, και η Λευκάδα. Με αυτές τις τεχνικές είναι κατασκευασμένα και τα κοσμήματα από τους βασιλικούς τάφους της Βύβλου που ανήκουν στην ίδια χρονική περίοδο.

Στη δεύτερη φάση της Επο¬χής του Χαλκού στην Ελλάδα η κο¬σµηµατοποιία εξακολουθεί να σημειώνει πρόοδο µε την εμφάνιση νέων τύπων κοσμημάτων και την ε¬ξέλιξη της τεχνικής. Αυτό είναι φα¬νερό κυρίως στην Κρήτη µε τον υ¬ψηλό πολιτισμό που αναπτύσσεται στο νησί και την ίδρυση των πρώ¬των ανακτόρων. Στα μινωικά εργα¬στήρια κατασκευάζονται κοσμήματα μεγάλης δεξιοτεχνίας και καλλι¬τεχνικής ευαισθησίας. Είναι κοινά αποδεκτό ότι κατά την περίοδο ακμής των μινωικών ανακτόρων (1900-1450 π.Χ.) η χρυσοχοΐα έφθασε σε τεχνική τελειότητα. Ο χρυσός και το ασήμι χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή κοσμημάτων αλλά και ως ένθετες ύλες για τη διακόσμηση πολυτελών αντικειμένων, όπως δείχνουν οι λεπτομέρειες σε όπλα και λατρευτικά ειδώλια. Οι κυριότερες διακοσμητικές τεχνικές αυτής της περιόδου ήταν η συρματοτεχνική και η κοκκίδωση, οι οποίες εισήχθησαν μάλλον μαζί με το χρυσό από την Αίγυπτο. Στην εποχή αυτή (1800 - 1700 π.Χ) ανήκει και το περίφημο κόσμημα με τις μέλισσεςπου φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, είναι διάσημο αρχαιολογικό εύρημα από τον Χρυσόλακκο, τον ταφικό περίβολο της νεκρόπολης των Μαλίων. Το κόσμημα αποτελείται από περίαπτο δύο μελισσών. Παριστάνονται την στιγμή που πετούν αντικρυστά, ενώ κρατούν ανάμεσα στα πόδια τους μια κηρήθρα. Επάνω από τα κεφάλια τους βρίσκεται ένας χρυσός συρμάτινος κλωβός, που περικλείει στο εσωτερικό του ένα χρυσό σφαιρίδιο. Στα φτερά και το κεντρί κρέμονται φλουριά με κοκκιδωτή διακόσμηση. Η τεχνική της κοκκιδωσης είναι μια αρχαία μέθοδος διακόσμησης των μετάλλων. Κοκκοποίκιλτα αντικείμενα βρέθηκαν και στον τάφο του Φαραώ Τουταγχαμών κατασκευασμένα το 1350 π.Χ. Η τεχνική αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της από τους Ετρούσκους και τους Έλληνες χρυσοχόους, από τον 8ο μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ. Τον 18ο μ.Χ. αιώνα στην Ευρώπη ήταν της μόδας το «Ετρουσκικό στυλ» κοσμημάτων που έμοιαζαν με τα κοσμήματα της Πομπηίας τα οποία βασίζονταν στην τεχνική της κοκκίδωσης. Για να κατασκευαστεί ένα κοκκιδωτό κόσμημα, γίνεται συγκόλληση γρανών πάνω σε μια μεταλλική επιφάνεια. Οι γράνες τοποθετούνταιπάνω στο μεταλλικό έλασμα σύμφωνα με προσχεδιασμένα μοτίβα, ή τυχαία. Σήμερα στη δύση, αυτή η χειροποίητη τεχνική έχει περιπέσει σε αχρηστία, χρησιμοποιείται όμως ακόμη, στην Ινδία και Πακιστάν. Τα κοσμήματα που έχουν κοκκιδωτή εμφάνιση, σήμερα κατασκευάζονται με τη μέθοδο της χύτευσης για λόγους παραγωγικότητας.

Στην κοσμηματοποιία της ανακτορικής εποχής ο χρυσός συνδυαζόταν συχνά με άλλα πολύτιμα υλικά, όπως το ελεφαντόδοντο και οι ημιπολύτιμοι λίθοι, υλικά που με την υψηλή ποιότητα και τη σπανιότητά τους μπορούσαν να προβάλουν την εκλέπτυνση και το κύρος των ανώτερων τάξεων της ανακτορικής κοινωνίας. Ονοµαστά είναι επίσης τα κοσµήµατα ενός συνόλου γνωστού ως «Θησαυρού της Αίγινας» που προέρχονται πιθανότατα από την Κρήτη και χρονολογούνται στους 170 - 160 αι. π.Χ. Ο θησαυρός περιλαµβάνει χάντρες και περίαπτα από χρυσό και ηµιπολύτιµους λίθους, χρυσά δαχτυλίδια, ενώτια, ελάσµατα σε διάφορα σχήµατα και διαδήµατα µε έκτυπη διακόσµηση. Εντυπωσιακά είναι τα ενώτια και τα µεγάλα περίαπτα µε πολύπλοκα και περίτεχνα σχέδια, που παραπέµπουν σε Ανατολικά πρότυπα. Βρέθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, ίσως σε τάφους στην Αίγινα και δημοσιεύτηκαν από τον Έβανς, ο οποίος τα χρονολόγησε στον 8ο αιώνα π.Χ. Σήμερα αξιολογούνται μεταξύ 1850 και 1550 π.Χ., εποχή κατά την οποία στην Αίγινα υπήρχαν μινωϊκές αποικίες. Η συλλογή σήμερα εκτίθεται στο Βρετανικό μουσείο.

ΠΗΓΗ:

Κόμβος Ελληνικής Ιστορίας, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού

Νώτα Δημοπούλου – Ρεθεμιωτάκη, Το αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου

jewelpedia