ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΧΡΥΣΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ - ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Όπως γράφει η επιφανής βυζαντινολόγος Ελένη Αρβελέρ, «χρυσός, πορφύρα και αίμα» είναι τα χαρακτηριστικά που αποδίδουν οι Δυτικοευρωπαίοι στο Βυζάντιο και τον πολιτισμό του. Πράγματι χρώμα και λάμψη ηλιακά, ο χρυσός δέθηκε με τον Απόλλωνα (ενώ το αργυρό μένει χαρακτηριστικό της Αφροδίτης), γρήγορα θεωρήθηκε προνομιακό δείγμα βασιλέων και ιερέων. Το κράτος και η εκκλησία, οι στυλοβάτες της βυζαντινής πραγματικότητας, έντυσαν την ανώτατη εξουσία, τον αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη με χρυσοποίκιλτα εξαρτήματα. Η θέα του χρυσού είναι σύμβολο του μεγαλείου, της λάμψης και του δυναμικού σφρίγους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έτσι το επίσημο νόμισμα του βυζαντινού κράτους είναι από ατόφιο χρυσό. Ήδη από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, στα πρώτα χρόνια του 4ου αιώνα, όταν «κτύπησε» τον “aureum solidum”, τον «στερεό χρυσό», τον «σόλιδο». Αυτό το νόμισμα που είναι “solidum, integrum et totum” κατά τον τίτλο, κατά το βάρος και κατά την χαραγή είναι βυζαντινός σόλιδος, το χρυσό κέρμα που ο λαός μας το ονομάζει μέχρι σήμερα «κωνσταντινάτο». Αποτελεί το πρώτο καθαυτό «νόμισμα», μια και αυτό παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του είδους. Ζυγίζει γύρω στα 4,50 γραμ., δηλαδή 24 καράτια.
Πράγματι η μελέτη των βυζαντινών νομισμάτων αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό πεδίο πολύπλευρης έρευνας και αξιόπιστο τρόπο προσέγγισης της μακρόχρονης βυζαντινής ιστορίας. Παρουσιάζοντας συνοπτικά την ιστορία των χρυσών νομισμάτων του Βυζαντίου, με βάση την εξέλιξη των διαφόρων νομισματικών εκδόσεων, αυτή μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις κύριες περιόδους:
Η πρώτη περίοδος είναι αυτή από τον Αναστάσιο Α’ (491-518) μέχρι τα μέσα του 8ου αι. Κατά την περίοδο αυτή οι χρυσές νομισματικές εκδόσεις αποτελούνται από τον σόλιδο, που ισούται με 1/72 της Ρωμαϊκής λίτρας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τις δύο υποδιαιρέσεις του το σεμίσσιο και το τρεμίσσιο, που αντιστοιχούν στο μισό και το τρίτο του σόλιδου. Οι αργυρές κοπές μέχρι το πρώτο τέταρτο του 7ου αι. έχουν αναμνηστικό χαρακτήρα.
Η δεύτερη περίοδος οριοθετείται από τα μέσα του 8ου μέχρι τα τέλη του 11ου αι. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η μείωση των νομισματικών υποδιαιρέσεων σε μία για κάθε μέταλλο: ο σόλιδος, το ανανεωμένο από τον Λέοντα Γ’ ασημένιο μιλιαρέσιο και ο φόλλις. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά (963-969) εμφανίζεται ένα νέο χρυσό νόμισμα, το λεγόμενο τεταρτηρό, πανομοιότυπο σε σχήμα και εμφάνιση με το κανονικό νόμισμα αλλά λίγο ελαφρύτερο από αυτό. Επίσης η περίοδος που διαδέχεται το θάνατο του Βασιλείου Β’ (1025) κρύβει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της βυζαντινής νομισματικής ιστορίας. Ύστερα από 7 περίπου αιώνες το παραδοσιακό χρυσό βυζαντινό νόμισμα, ο κωνσταντίνειος σόλιδος, χάνει το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, την καθαρότητα των 24 καρατίων σε πολύτιμο μέταλλο. Ήρθε η στιγμή της υποτίμησης του χρυσού βυζαντινού νομίσματος, μια υποτίμηση που θα πρέπει να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Διακρίνεται η φάση της ελεγχόμενης υποτίμησης (1024-1071), που συνδυάζεται με εμπορική ανάπτυξη και ευημερία, και η φάση της καταστροφικής υποτίμησης, που ακολουθεί τη μάχη του Μαντζικέρτ και την εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας από το 1071 μέχρι το 1091.
Η Τρίτη περίοδος ξεκινά από τη βασιλεία του Αλεξίου Α’ (108 1-1118) και φθάνει μέχρι το τέλος του 13ου αι. Σημείο έναρξης αυτής της περιόδου θεωρείται η μεγάλη νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α’ Κομνηνού το 1092. Το παλιό νόμισμα ιστάμενον αντικαθίσταται από το υπέρπυρο. Έχει το βάρος του παλιού νομίσματος, αλλά η καθαρότητά του σε πολύτιμο μέταλλο καθορίζεται στα 20 1/2 καράτια. Το υπέρπυρο συνοδεύεται από δύο ακόμη υποδιαιρέσεις ίδιου βάρους αλλά διαφορετικού κράματος μετάλλων. Πρώτο στη σειρά έρχεται το λεγόμενο νόμισμα τραχύ από ήλεκτρο, δηλ. ένα νόμισμα από κράμα χρυσού και αργύρου (1/3 χρυσός και 2/3 ασήμι), το οποίο ισοδυναμούσε με 1/3 του υπέρπυρου και θα μπορούσε να θεωρηθεί αναβίωση του παλιού τρεμισσίου. Ακολουθεί το τραχύ από κράμα δηλ. ένα νόμισμα από κράμα χαλκού και αργύρου, το οποίο ισοδυναμούσε με το 1/6 του νομίσματος από ήλεκτρο και 1/48 του υπέρπυρου. Η περιεκτικότητά του σε ασήμι είναι πολύ μικρή και δεν υπερβαίνει το 6-7%.
Η τελευταία περίοδος τοποθετείται ανάμεσα στο 1261 και το 1453. Η περίοδος χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή έλλειψη χρυσών νομισμάτων και οι τελευταίες κανονικές κοπές υποβαθμισμένου υπέρπυρου ανάγονται γύρω στο 1350, στα χρόνια δηλ. της συμβασιλείας του Ιωάννη Ε’ και Ιωάννη ΣΤ’. Αντίθετα υπάρχει μια ξαφνική προτίμηση στις αργυρές νομισματικές εκδόσεις. Το 1294 ο Ανδρόνικος Β’ και Μιχαήλ Θ’, καθιερώνουν το λεγόμενο βασιλικό νόμισμα, το οποίο μιμείται σύγχρονα ασημένια δουκάτα. Αποτελείται από καθαρό ασήμι, έχει επίπεδο σχήμα και ισοδυναμεί με το 1/12 του υπέρπυρου, δηλ. κρατά την αντιστοιχία του μιλιαρέσιου.
Όσον αφορά τα νομισματοκοπεία κατά τον 5ο, 6ο και εν μέρει τον 7ο αιώνα η αυτοκρατορία διέθετε σημαντικό αριθμό, τα οποία ήταν διασκορπισμένα σε διάφορες επαρχιακές διοικητικές ενότητες. Χάλκινα νομίσματα κόβονταν σε όλα τα νομισματοκοπεία, ενώ αντίθετα η παραγωγή των χρυσών περιοριζόταν συνήθως στις πρωτεύουσες μεγάλων διοικητικών περιφερειών. Στα χρόνια του Ιουστινανού χρυσοί σόλιδοι εκδόθηκαν, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα του Ιλλυρικού, στην Καρχηδόνα, στη Ρα6έννα και ίσως στη Ρώμη.
Οι χρυσοί σόλιδοι από το νομισματοκοπείο της πρωτεύουσας φέρουν την ένδειξη CONOB, η οποία αποτελείται από τις τρεις πρώτες συλλαβές της λέξης Κωνσταντινούπολη, σε λατινική γραφή, και τις δύο πρώτες συλλαβές της λέξης ΟΒ(ρύζον), δηλαδή καθαρός χρυσός. Η συντομογραφία OB αντιστοιχεί βέβαια και με την ελληνική γραφή του αριθμού 72 και είναι ενδεικτικό ότι ο σόλιδος αντιστοιχούσε με το 1/72 της ρωμαϊκής λίτρας (=324 γρ. περίπου), ζύγιζε δηλαδή 4,55 γρ. Το δηλωτικό γράμμα του εργαστηρίου προστίθεται στο τέλος της επιγραφής του οπισθότυπου. Η ένδειξη CONOB χρησιμοποιείται, από τα τέλη σχεδόν του 4ου αιώνα και σε χρυσές εκδόσεις των επαρχιακών νομισματοκοπείων
Σε κάθε νομισματοκοπείο υπήρχαν οι χαράκτες οι οποίοι κατασκεύαζαν τις μήτρες των νομισμάτων και οι νομισματοκόποι. Τα Βυζαντινά νομίσματα δεν μπορούν βέβαια να συγκριθούν καλλιτεχνικά με τα αρχαία ελληνικά, τα οποία διακρίνονται από δεξιοτεχνία και λεπτότητα στη χάραξη και την απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών. Το Βυζαντινό νόμισμα, για να καλύψει τις ανάγκες μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, κοβόταν σε μεγάλες ποσότητες και συνεπώς η χάραξη των σφραγίδων απαιτούσε την απασχόληση μεγάλου αριθμού χαρακτών. Η χάραξη γινόταν μάλλον μηχανικά και στην περίπτωση αυτοί οι καλύτεροι τεχνίτες μπορούσαν να προσφέρουν την έμπνευση και δεξιοτεχνία τους σε άλλους τομείς της μικροτεχνίας και μικρογλυπτικής. Για τα χρυσά νομίσματα πιθανόν χρησιμοποιούνταν ικανότεροι χαράκτες, ενώ για αναμνηστικές κοπές ταλαντούχοι αυτοκρατορικοί καλλιτέχνες. Στο προσωπικό του νομισματοκοπείου υπήρχαν πολλές άλλες ειδικότητες. Για παράδειγμα, στο Κλητορολόγιο του Φιλόθεου συναντούμε τον άρχοντα του χρυσοχείου, τον υπεύθυνο δηλαδή υπάλληλο για το λιώσιμο των μετάλλων. Αλλού συναντούμε τον χρυσοεψητή, και το αξίωμα του ζυγοστάτου, του ελεγκτή της ποιότητας και του βάρους των νομισμάτων. Τα πέταλα των χρυσών και αργυρών νομισμάτων, καθώς και αυτά από ήλεκτρον, κατασκευάζονταν κυρίως με τη μέθοδο al pezzo. Κάθε πέταλο, πριν ακόμη κτυπηθεί, ζυγιζόταν προσεκτικά και επιδεχόταν διορθωτικές παρεμβάσεις, λειάνσεις ή κάτι παρόμοιο, μέχρι να αποκτήσει το καθορισμένο βάρος του
Η παραχάραξη ή η κιβδηλοποίηση των βυζαντινών νομισμάτων, όπως αναφέρουν οι διάφορες γραπτές πηγές, αποτελούν επίσης σοβαρό παράπτωμα με αυστηρότατες ποινές. Στο ένατο βιβλίο του Θεοδοσιανού Κώδικα ολόκληρος τίτλος περιέχει διατάξεις νόμων, που αποβλέπουν στην πάταξη της παραχάραξης τόσο των νομισμάτων από πολύτιμα μέταλλα, όσο και των χάλκινων εκδόσεων. Παρόμοιες διευθετήσεις εντοπίζονται στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο η παραχάραξη του χρυσού νομίσματος εξισώνεται με το παράπτωμα της έσχατης προδοσίας, καθώς και σε μεταγενέστερες νομοθετικές διατάξεις. Οι προβλεπόμενες τιμωρίες για τους παραχαράκτες είναι εξαιρετικά αυστηρές. Για παράδειγμα ο Νόμος του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β’ του 343, επιβάλλει την ποινή πυράς σε όποιον καταγίνεται με την παραχάραξη σολίδων, ενώ ταυτόχρονα προβλέπει αμοιβή στον πληροφοριοδότη παραχαρακτών. Στις Εκλογές του Λέοντα Γ’ και του γιου του Κωνσταντίνου Ε’, που εκδόθηκαν πιθανότατα τον Μάρτιο του 741, αναφέρεται ως ποινή το κόψιμο των χεριών. Η ίδια ποινή επαναλαμβάνεται και στον Πρόχειρο Νόμο του Λέοντα ΣΤ’ Σοφού όχι μόνο για τον κατασκευαστή πλαστών νομισμάτων και τους άμεσους συνεργάτες του.
Μια συστηματική έρευνα βασισμένη σε χημικές αναλύσεις των χρυσών βυζαντινών νομισμάτων, μια έρευνα που ρίχνει σημαντικό φως στην ποιοτική παραγωγή των νομισμάτων δηλ. στο ποσοστό καθαρότητας πολύτιμου μετάλλου που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια ολόκληρης της βυζαντινής περιόδου για την κοπή χρυσών νομισμάτων από την κρατική μηχανή. Τα συμπεράσματα είναι αρκετά κατατοπιστικά και τις περισσότερες φορές δείχνουν σημαντικές αποκλίσεις από το αναμενόμενο ή από αυτό που ακροθιγώς αναφέρουν οι γραπτές μαρτυρίες. Ανέλπιστες αποκλίσεις από την επίσημη και θεωρητική καθαρότητα του πολύτιμου μέταλλου, τις οποίες προφανώς αγνοούσαν οι πολίτες.
Η καθιέρωση επίσης του τεταρτηρού από τον Νικηφόρο Φωκά, όπως τουλάχιστον μας πληροφορεί ο χρονικογράφος των μέσων του 11ου αι. Ιωάννης Σκυλίτζης, δεν έγινε με διαφανείς διαδικασίες. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η νέα αυτή νομισματική έκδοση η οποία είχε βάρος 4,17 γρ. και καθαρότητα χρυσού 22 καράτια, αρχικά είχε πανομοιότυπη εμφάνιση με το παλιό παραδοσιακό νόμισμα που δεν έπαψε να κυκλοφορεί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Hendy είδε την καθιέρωση του τεταρτηρού ως ένα είδος έμμεσης φορολογίας με σκοπό να αυξηθούν τα κρατικά έσοδα σε μια περίοδο όπου πολεμικές επιχειρήσεις και άλλα μεγαλεπήβολα πολιτικά και κτηριακά προγράμματα απαιτούσαν υπέρογκα έξοδα.
ΠΗΓΗ:
Helene Ahrweiler, ΧΡΥΣΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ το δολλάριο του μεσαίωνα, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τεύχος 1, Νοέμβριος 1981
Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002, 65-84.
Βασιλική Πέννα, «Bυζαντινό νόμισμα και παραχαράκτες», Έγκλημα και Τιμωρία στο Βυζάντιο, Ίδρυμα Γουλανδρή-Xόρν, Αθήνα 1997, 273-29