ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΣ - ΣΙΦΝΟΣ

Ο πλούτος των κατοίκων της Σίφνου από την εκμετάλλευση των ευγενών μετάλλων του χρυσού και του αργύρου πιστοποιείται και από τον περίφημο «θησαυρό των Σιφνίων» που βρίσκονταν στο πανελλήνιο ιερό των Δελφών και το πιο ξακουστό μαντείο της αρχαίας Ελλάδας. Όπως σημειώνει ο καθηγητής κ. Μιχαήλ Βαβελίδης, Μεταλλεία μολύβδου και αργύρου βρίσκονται στο κεντρικό τμήμα του νησιού και χρυσού στο νοτιοανατολικό τμήμα της Σίφνου. Με εξαίρεση τα μεταλλεία του Αη-Σώστη, τμήμα των οποίων έχει βυθιστεί, όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται σε υψόμετρο 200-700 μέτρων. Η εξόρυξη ήταν προσανατολισμένη κυρίως στα σώματα γιαρουσίτη που ήταν πλούσιος σε μόλυβδο και άργυρο. Ο χρυσός βρίσκεται σε χαλαζιακές φλέβες και σιδηρομετάλλευμα. Η εκμετάλλευση μολύβδου αργύρου άρχισε την πρώιμη εποχή του ορειχάλκου (3η χιλιετία π.Χ) και συνεχίστηκε την αρχαϊκή και κλασσική περίοδο (6ος και 5ος αιώνας π.Χ.)

Πράγματι για πολλούς αιώνες, από την αρχαιότητα και – διακοπτόμενα – μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, η μεταλλευτική δραστηριότητα ήταν η πιο προσοδοφόρα δραστηριότητα στο νησί της Σίφνου. Ο Ηρόδοτος πρώτος και έπειτα ο Παυσανίας, ο Στράβων, ο Πλίνιος και άλλοι συγγραφείς ανέφεραν το Λαύριο, τη Θάσο και τη Σίφνο ως περιβόητες για την αφθονία τους σε μεταλλεία αργύρου. Επίσης, έχει αποδειχθεί ότι στο νησί υπήρχαν και μεταλλεία χρυσού. Προς τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. άρχισε η δεύτερη φάση συστηματικής εκμετάλλευσης των μεταλλείων της Σίφνου. Η πρώτη φάση είχε αρχίσει από τους προϊστορικούς κατοίκους του νησιού. «Οι αρχαϊκοί Σιφνιοί ξεκίνησαν την εξόρυξη μεταλλευμάτων μέσα στις ίδιες στοές που πρώτοι είχαν διανοίξει οι προϊστορικοί κάτοικοι του νησιού. Η χρυσοφόρα μεταλλοφορία σε αρχαίες στοές εντοπίσθηκε στις ΝΑ ακτές της Σίφνου και στις τοποθεσίες Άγιος Ιωάννης, Αποκοφτό (Σπηλιά του Αράπη) και Άσπρος Πύργος μέσα σε χαλαζιακούς φακούς και μεταλλοφορία σουλφιδίων. Οι αρχαίες στοές, που ακολουθούσαν τα σημεία εμφανίσεως του χρυσού, βρίσκονται σε μία μεταλλοφόρα ζώνη η οποία απέχει δέκα περίπου χιλιόμετρα από μία άλλη, παράλληλη ζώνη εμφανίσεων μολύβδου και αργύρου στις τοποθεσίες Άγιος Σώστης, Άγιος Σιλβέστρος, Κάψαλος και Ξερό Ξύλο που και αυτές παρακολουθούνται από αρχαίες γαλαρίες. Οι επιστήμονες είναι βέβαιοι ότι και σ’ αυτά τα μεταλλεία έγινε συστηματική και εντατική εξόρυξη μεταλλευμάτων κατά τους 6ο και 5ο αιώνες π.Χ.».

Όσον αφορά τη μέθοδο που ακολουθούσαν οι μεταλλωρύχοι της αρχαϊκής περιόδου καταγράφουμε κατ’ αρχή την εκκένωση των προϊστορικών σημείων εκμετάλλευσης (τα οποία με ιδιαίτερη επιμέλεια έκλειναν οι προϊστορικοί συνάδελφοί τους, μην αφήνοντας ορατά σημάδια της δράσης τους). Οι προϊστορικές υποστυλώσεις ήταν πολύ στέρεες και για να μην προκαλέσουν διαταραχές έκαναν τόση διάνοιξη όση απαιτούνταν για να περάσουν και να ανοίξουν νέες στοές ή πηγάδια και να αναζητήσουν μετάλλευμα. Έτσι, είναι εμφανή και μέχρι σήμερα κάποια προϊστορικά τοιχία υποστυλώσεων. Οι αρχαϊκοί Σιφνιοί χρησιμοποιούσαν σιδερένια μυτερά και κωνικά εργαλεία όπως σφήνες, τσουγκράνες και λυχνάρια ελαίου για να φωτίσουν τις σκοτεινές στοές. Τα εργατικά χέρια των ντόπιων δεν επαρκούσαν για τις εργασίες στα μεταλλεία, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Για το λόγο αυτό και παρά το γενικότερο κλίμα της αποικιοκρατίας, δεν παρατηρήθηκε έξοδος πληθυσμού από τη Σίφνο, αλλά ίσως και να ήρθαν στο νησί σκλάβοι και ειδικοί τεχνίτες από άλλα μέρη (Μ. Ασία). Το μετάλλευμα το εξήγαγαν σε άλλα μέρη, και κυρίως στον Πόρο και την Αίγινα. Κατά τους Κλασικούς χρόνους σημειώνεται διακοπή των εργασιών στα μεταλλεία για άγνωστους μέχρι στιγμής λόγους.

Σχετικά με τον θησαυρό που αφιέρωσαν στους Δελφούς οι κάτοικοι της Σίφνου, ήταν από τα πιο λαμπρά και πλούσια διακοσμημένα κτήρια στο ιερό του Απόλλωνα. Ήταν από τους πρώτους θησαυρούς που συναντούσε κανείς ανηφορίζοντας την Ιερά οδό και βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της, δίπλα στο θησαυρό της πελοποννησιακής Σικυώνας και απέναντι από αυτόν των Μεγάρων. Στο εσωτερικό του φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα που προσέφεραν κατά καιρούς οι Σίφνιοι στο ιερό. Η παράδοση για την ίδρυση του θησαυρού αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και από τον Παυσανία. Σύμφωνα με αυτή, στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. οι Σίφνιοι ήταν οι πιο πλούσιοι από όλους τους νησιώτες, επειδή είχαν αποκτήσει εξαιρετικά κέρδη από την εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυσού και αργύρου που υπήρχαν στον τόπο τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να χαρίσουν στον Απόλλωνα τη δεκάτη από τα κέρδη τους, και έτσι έκτισαν το θησαυρό. Με βάση με τον πλαστικό διάκοσμο, η χρονολογία του μνημείου ανάγεται γύρω στο 525 π.Χ. ή λίγο νωρίτερα, αφού τη χρονιά εκείνη η Σίφνος λεηλατήθηκε από επαναστατημένους Σαμίους που είχαν ανάγκη χρημάτων.

Το κτήριο είναι μικρό σε διαστάσεις με μορφή ναΐσκου και για την κατασκευή του οι Σίφνιοι μετέφεραν ακριβό λευκό μάρμαρο από την Πάρο, ενώ για τα περισσότερα κτίσματα εκείνη την περίοδο έχει χρησιμοποιηθεί πωρόλιθος. Ήδη από την εποχή του Ηροδότου ήταν περίφημο για τον πλούσιο γλυπτό του διάκοσμο, που πράγματι αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ύστερης αρχαϊκής τέχνης. Σήμερα από το θησαυρό των Σιφνίων διατηρούνται στη θέση τους μόνο τα θεμέλια και ένας αστράγαλος από τη διακόσμηση της βάσης.

Όλος ο σωζόμενος γλυπτός διάκοσμος του κτηρίου έχει συντηρηθεί και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.

ΠΗΓΗ:

Μιχαήλ Βαβελίδη, «Η εκμετάλλευση χρυσού, αργύρου και μολύβδου στην Ελλάδα κατά την αρχαιότητα»

Ασημίνα Θεοδώρου, μεταπτυχιακή εργασία «Χρήσεις γης και ήπιες μορφές ανάπτυξης για τη νήσο Σίφνο»

Α. Τσαρούχα, αρχαιολόγος, www.odysseus.culture.gr