ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΧΡΥΣΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ - ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Η δημιουργία εθνικού νομίσματος υπήρξε μία από τις πρώτες επιδιώξεις του ξεσηκωμένου Έθνους. Ήδη, κατά τις εργασίες της Α' Εθνοσυνελεύσεως, πού εψήφισε το Σύνταγμα της Επιδαύρου (Ιανουάριος 1822), αποφασίσθηκε ότι «το Βουλευτικόν Σώμα θέλει διατάξει νέον σύστημα νομισμάτων, χαραττομένων εις το όνομα του Έθνους διά του Εκτελεστικού Σώματος». Ή απόφαση αυτή προωθήθηκε προς υλοποίηση με ταχύ ρυθμό και μέχρι την κοπή των νέων νομισμάτων κυκλοφόρησαν «Εθνικά 'Ομόλογα» των 100, 250, 500, 750 και 1.000 γροσιών, πού εκδόθηκαν στην Κόρινθο και στο Ναύπλιο. Μερικούς μήνες αργότερα, αγοράσθηκαν οι αναγκαίες μηχανές για την κοπή των νομισμάτων και μεταφέρθηκαν από την Καρδαμύλη της Μεσσηνίας στο μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης στην 'Αργολίδα, ενώ ό αρμενικής καταγωγής Ψαριανός Κιρκόρ ανέλαβε να προβεί στη χάραξη και ετοιμασία των μητρών. Ενώ, όμως, όλα ήταν έτοιμα, ό Δράμαλης εισέβαλε στο Μωρηά και έτσι διαλύθηκε το πρώτο νομισματοκοπείο πριν ακόμη προλάβει να αρχίσει την κοπή νομισμάτων.

Ακολούθησαν πολλές άλλες προσπάθειες για την κοπή εθνικού νομίσματος, λες όμως κατέληξαν για διάφορους λόγους σε αποτυχία. Οι οθωμανικοί παράδες γνήσιοι ή κίβδηλοι, εξακολούθησαν να κυκλοφορούν σ' όλη τη διάρκεια της Επαναστάσεως και να αποτελούν το κύριο μέσο συναλλαγής. Το πρώτο νεοελληνικό νόμισμα έγινε πραγματικότητα μόλις στα 1829, με τον ερχομό του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Στην Αίγινα εγκαταστάθηκε ένα παμπάλαιο νομισματοκοπείο, αγορασμένο στην ευτελή τιμή των 100 λιρών από τους Ιωαννίδης 'Ιππότες της Μάλτας, πού άρχισε αμέσως να κόβει αργυρά και χάλκινα νομίσματα.

Ή πρώτη νομισματική μονάδα, σύμφωνα με την απόφαση της Δ’ Εθνοσυνελεύσεως του Άργους, ονομάσθηκε συμβολικά φοίνιξ, για να υπενθυμίζει σε όλους και σε κάθε στιγμή την αναγέννηση του Έθνους. Γι' αυτό, άλλωστε, και ό έμπροσθότυπος όλων των νομισμάτων, αργυρών και χάλκινων, έφερε απεικόνιση του φοίνικος πού άναγεννάται, κατά την παράδοση, μέσα από την τέφρα του. Ό φοίνιξ ήταν νόμισμα άργυρο, βάρους 1 3/8 δραμιού και υποδιαιρείτο σε 100 λεπτά.

Ή απόφαση της Εθνοσυνελεύσεως του 'Αργούς προέβλεπε επίσης την κοπή και άλλων νομισμάτων, χρυσών και αργυρών, άλλα τέτοια νομίσματα ουδέποτε έκόπηκαν γιατί το Δημόσιο Ταμείο δεν είχε τις απαιτούμενες για την κοπή τους ποσότητες πολυτίμων μετάλλων.

Το 1836 δημιουργήθηκε το «Βασιλικό Νομισματοκοπείο Αθηνών», πού αρχικά μεν έκοβε μόνο χάλκινα κέρματα, ενώ, από το 1842 επεκτάθηκε και στην παραγωγή αργυρών νομισμάτων. Στο νομισματοκοπείο αυτό (πού είχε εγκατασταθεί σ' ένα επιβλητικό για την εποχή κτίριο στην πλατεία Κλαυθμώνος, εκεί όπου σήμερα είναι το Υπουργείο Εσωτερικών) κόπηκαν χάλκινα και μερικά αργυρά νομίσματα, πού κυκλοφόρησαν ως την εκθρόνιση του Όθωνα.

Ή αναφορά σε χρυσά νομίσματα χρειάζεται μια διευκρίνιση: Με τον ερχομό του Όθωνα στην Ελλάδα, έκτος από αργυρά και χάλκινα νομίσματα, κόπηκαν επίσης για πρώτη φορά και χρυσά εικοσάδραχμα με χρονολογία κοπής το έτος 1833. Τα νομίσματα αυτά κόπηκαν, βέβαια, στο νομισματοκοπείο του Μονάχου. Είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, στα 1852, αποφασίσθηκε και πραγματοποιήθηκε ή κοπή νέων χρυσών νομισμάτων ονομαστικής αξίας είκοσι και σαράντα δραχμών. Είτε, όμως, γιατί τα οικονομικά της χώρας ήταν σε οικτρή κατάσταση και δεν υπήρχε στο Δημόσιο Ταμείο ο αναγκαίος για την κοπή χρυσός, είτε γιατί κόπηκαν τελικά μόνο δοκίμια χωρίς να ακολουθήσει κανονική κοπή, γεγονός είναι ότι οι δύο αυτές νομισματικές εκδόσεις κυκλοφόρησαν σε αφύσικα μικρές ποσότητες: 16 κομμάτια εικοσάδραχμα και 8 κομμάτια σαραντάδραχμα. 'Αλλά και τα περισσότερα από τα σπανιότατα αυτά νομίσματα φαίνεται ότι καταστράφηκαν ή άναχωνεύθηκαν, δεδομένου δτι σήμερα γνωρίζουμε την ύπαρξη μόλις τριών ή τεσσάρων. Πρόκειται δηλαδή για τις πιο σπάνιες νεοελληνικές νομισματικές εκδόσεις.

ΠΗΓΗ:

Κώστας Χρ. Χατζιώτης, Το νεοελληνικό νόμισμα, στον Κατάλογο «Νομίσματα και Χάρτες στον Ελληνικό χώρο 1204 -1900» ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1983, ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ ΑΘΗΝΑ